Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ καταγόμενοι

См. также в других словарях:

  • καταγόμενοι — κατάγω lead down pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιεροσόλυμος — Ἱεροσόλυμος, ὁ (Α) 1. ο θεωρούμενος ως θεμελιωτής τών Ιεροσολύμων 2. στον πληθ. oἱ Ἱεροσόλυμοι οι Ιεροσολυμίτες, οι κάτοικοι ή οι πολίτες τών Ιεροσολύμων ή οι καταγόμενοι από τα Ιεροσόλυμα …   Dictionary of Greek

  • Καραμανλής — ο (Μ Καραμανλής) συν. στον πληθ. οι Καραμανλήδες εθν. επίθ. οι κάτοικοι ή οι καταγόμενοι από την Καραμανία και κατ επέκτ. οι Καππαδόκες, ονομασία τών Ελλήνων κυρίως κατοίκων τής Καραμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karaman li] …   Dictionary of Greek

  • Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους …   Dictionary of Greek

  • κίσσιος — κίσσιος, ία, ον (Α) [κισσία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα Κισσία 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Κίσσιοι οι κάτοικοι τής Κισσίας ή οι καταγόμενοι από την Κισσία …   Dictionary of Greek

  • Άργος Ορεστικό — Κωμόπολη (υψομ. 660 μ., 7.558 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Αποτελεί έδρα του δήμου Ορεστίδος. Στη σημερινή του θέση βρισκόταν η αρχαία αιολική ομώνυμη πόλη, η οποία κατά την παράδοση είχε χτιστεί από τους …   Dictionary of Greek

  • βλάχοι — Έτσι ονομάστηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά… …   Dictionary of Greek

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

  • Μέκκα — (Mecca / αραβ. Makkah). Πόλη (υψόμ. 277 μ., 965.697 κάτ. το 1992) της Σαουδικής Αραβίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (153.128 τ. χλμ., 4.467.670 κάτ.). Είναι χτισμένη σε μια άγονη κοιλάδα κοντά στην Ερυθρά θάλασσα, σε απόσταση 45 χλμ. από τη …   Dictionary of Greek

  • Μπαρμπαρόσα ή Βαρβαρόσας — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί δύο αδελφοί πειρατές, καταγόμενοι από τη Λέσβο, οι οποίοι κυριάρχησαν στις αλγερινές ακτές τον 16o αι. Ο πρώτος από αυτούς, Χορούκ, αφού έσπειρε τον τρόμο σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο με τις πειρατικές του επιχειρήσεις,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»